- σαρμάς
- ο сарма (жареное мясо или печень с рисом)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαρμάς — ο, Ν 1. είδος φαγητού από ψιλοκομμένο κρέας και ρύζι ή από σκέτο ρύζι, περιτυλιγμένο, σε σχήμα βώλων, με κληματόφυλλα ή λαχανόφυλλα, αλλ. ντολμάς 2. είδος εμπροσθογεμούς πυροβόλου που χρησιμοποιήθηκε κατά την Επανάσταση τού 1821. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Sarma (plat) — Sarma Sarma Place dans le service Entrée Plat principal Ingrédients Viande (Bœuf, mouton, porc ou mélange de plusieurs viandes) Riz Condiments Feuilles de choux ou de vigne … Wikipédia en Français
sarma — SARMÁ, sarmale, s.f. Preparat culinar din carne tocată (amestecată cu orez şi cu alte ingrediente) învelită în foaie de varză, de viţă etc. în forma unor rulouri. [var.: sarmálă s.f.] – Din tc. sarma. Trimis de IoanSoleriu, 13.09.2007. Sursa: DEX … Dicționar Român
ντολμάς — ο (λ. τουρκ.), γέμισμα, μείγμα από ρύζι και κιμά τυλιγμένο σε κληματόφυλλο ή λαχανόφυλλο, αλλ. σαρμάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)